«Ο λαός ξεχνάει εύκολα». Ένα κλισέ
που θα μπορούσε να συνοδεύεται και με το «ο λαός αποβλακώνεται εύκολα».
Τα σημάδια των καιρών δεν ξεπετιούνται από το πουθενά, γι’ αυτό ίσως και η ακριβέστερη διατύπωση θα ήταν «καμπύλες των καιρών». Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, οι έννοιες «φασισμός», «ακροδεξιά», «ρατσισμός» και άλλα τέτοια παρεμφερή, σπανίως χρησιμοποιούνταν στην καθημερινότητα της ελληνικής κοινωνίας. Όχι ότι δεν υπήρχαν, αλλά η εικόνα ενός ακροδεξιού, συνήθως φάνταζε σαν έναν κακιασμένο παππού, ψηφοφόρο της ΕΠΕΝ με γυαλιά ηλίου που έχει το πορτρέτο του βασιλιά πάνω από το κρεβάτι του, που γκρινιάζει όλη την ώρα και κανείς δεν του δίνει σημασία.
Με το πέρασμα του χρόνου όμως, αυτή η γραφική φιγούρα, άρχισε να μεταλλάσσεται. Σιγά σιγά, άρχισε να μειώνει την μέση ηλικία της, επεκτάθηκε στα ΜΜΕ, τη μικρομεσαία τάξη, στην νεολαία και τα σχολεία, και σύντομα έμελε να κατακλύσει όλο το εύρος της ελληνικής κοινωνίας, διεισδύοντας μάλιστα και μέσα στον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό.
Το πρώτο μεταπολεμικό μεταναστευτικό ρεύμα αλλοδαπών προς την Ελλάδα, κυρίως Αλβανών υπηκόων και Βορειο-ηπειρωτών ξεκινάει στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και απορροφάται άμεσα από τις ανάγκες της οικονομίας για φτηνό εργατικό δυναμικό, κυρίως στον κατασκευαστικό κλάδο. Αν και αρχικά αδιάφορη, η ελληνική κοινωνία είχε ξεκινήσει ήδη την άνοδο της καχυποψίας της. Την ίδια περίοδο, ιδρύεται και το Κράτος το Σκοπίων, το οποίο φυσικά ως νέο κράτος και αναζητώντας μία ιστορική συνέχεια και εθνική ενότητα, καταφεύγει στην ιστορική κληρονομιά της Μακεδονίας. Οι επίσημες ελληνικές αντιδράσεις, τροφοδοτούν μία σειρά από υπερπατριωτικά και εθνικιστικά αισθήματα τα οποία εκμεταλλεύονται δεόντως τα ακροδεξιά στοιχεία της εποχής, προκειμένου να διεισδύσουν κυρίως στο μεσαίο χώρο.
Τα χρόνια περνάνε, η οικονομία και το βιοτικό επίπεδο βελτιώνονται συνεχώς, και ήδη οι πρώτες γενιές μεταναστών έχουν ενσωματωθεί στην κοινωνία, κυρίως ως η κοινωνική τάξη του χαϊμαλιού. Η συνύπαρξη αυτή, δίνει ακόμα περισσότερα ερεθίσματα και πατήματα σε ακροδεξιά στοιχεία να ξεκινήσουν την προπαγάνδα και την λαϊκίστικη προσέγγισή τους στο θέμα των μεταναστών, με αποτέλεσμα οι ιδέες τους να διεισδύουν ακόμα βαθύτερα στην ελληνική κοινωνία. Εκμεταλλευόμενοι τα μεγέθη της ανεργίας, που αν και πτωτικά συνέχιζαν να απασχολούν τον μέσο Έλληνα, καθώς και την άνοδο της δεξιάς στην υπόλοιπη Ευρώπη, η ελληνική ακροδεξιά προπαγάνδα αναμασούσε το γνωστό κλισέ «ένας ξένος εργάτης = ένας Έλληνας άνεργος».
Και επειδή, όπου υπάρχει αναμπουμπούλα, τρέχουν και οι κάμερες από πίσω, τα ΜΜΕ, κυρίως τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια, ξεκινάνε σιγά σιγά να προβάλλουν θέματα που «φοβίζουν» τον μέσο νοικοκυραίο. Σύντομα, η λέξη «αλλοδαπός» θα αναφέρεται όλο και πιο συχνά, κυρίως σε αστυνομικά ρεπορτάζ ή εγκληματικές πράξεις. Την ίδια περίοδο, ξεκινάνε και τα πρώτα κρούσματα όπου φρενιασμένοι γονείς αντιδρούν στα παιδιά μεταναστών που παίρνουν καλύτερους βαθμούς από τα δικά τους βλαστάρια, και δημιουργούν θέμα όσον αφορά τους σημαιοφόρους στις παρελάσεις.
Στο τέλος της δεκαετίας, και μετά από αλλεπάλληλα κρούσματα εθνικισμού και ρατσισμού, φαίνεται πως ο ακροδεξιός χώρος ήταν πλέον και πάλι στο παιχνίδι. Το μόνο που έλειπε, ήταν κάποια επίσημη εκπροσώπηση. Τη «λύση» ήρθε και έδωσε ο Γιώργος Καρατζαφέρης όπου το Σεπτέμβριο του 2000, ιδρύει τον Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό, προκειμένου να συσπειρώσει όλα αυτά τα ακραία μεμονωμένα στοιχεία.
Φυσικά, η ίδρυση του ΛΑΟΣ δεν είναι το εναρκτήριο ερέθισμα για την επάνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα. Σίγουρα όμως αποτέλεσε μία κοινή βάση συσπείρωσης πολλών ακροδεξιών στοιχείων τα οποία σύντομα έμελλαν να ξεχυθούν και στην υπόλοιπη κοινωνία φορώντας «δημοκρατικές» μάσκες. Διότι, ο χρυσαυγίτης που θεωρείται ακραίο στοιχείο, είναι εύκολο να υποτιμηθεί στα μάτια του μέσου Έλληνα. Όμως ένας κουστουμαρισμένος βουλευτής, ακόμα και αν ασπάζεται τις ιδέες της Χρυσής Αυγής, βγάζει άλλη εικόνα… πιο «πολιτισμένη».
Την τελευταία δεκαετία, οι «κουστουμαρισμένοι» ακροδεξιοί κατάφεραν να πάρουν πολλούς πόντους. Με εισαγόμενες θεωρίες συνομωσίας, συνεχή φτηνό λαϊκισμό και ακατάπαυστη μπουρδολογία, έγιναν ιδιαίτερα αρεστοί στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και σε αγράμματους ανθρώπους. Η συνεχιζόμενη απλούστευση καταστάσεων και η παραχάραξη της ιστορίας, καθιερώθηκε ως μία πάγια τακτική, προκειμένου να πλησιάσουν ανθρώπους που ήταν έτοιμοι να δεχτούν οποιαδήποτε μασημένη τροφή. Μία τακτική που ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο, λόγω της πολιτικής κατρακύλας του τόπου τα τελευταία χρόνια.
Μέσα στην τελευταία δεκαετία, μαρτυρήσαμε τους «αγανακτισμένους» γονείς των παρελάσεων, τους χρυσαυγίτες ανάμεσα στις διμοιρίες των ΜΑΤ, την συνεχή άνοδο του ΛΑΟΣ, βιαιοπραγίες εναντίον μεταναστών, το διεθνές ρεζίλι του αποκλεισμού της παιδικής χαράς του Αγ. Παντελεήμονα, τους αγανακτισμένους «πολίτες» της Πάτρας να ζητούν «καθαρισμό» των δρόμων, επιθέσεις σε στέκια μεταναστών με χειροβομβίδες, συνεχιζόμενες κακοποιήσεις μεταναστών από όργανα της τάξης, τραμπουκισμούς και διακοπές σε παρουσιάσεις βιβλίων και διαλέξεις, ακραίες αντιδράσεις στην αλλαγή σχολικών βιβλίων Ιστορίας, την παραποίηση και συκοφάντηση της μελέτης της κ. Δραγώνα με ανόητους και λαϊκίστικους ισχυρισμούς, και το πιο πρόσφατο, την απαίτηση δημοψηφίσματος για τα δικαιώματα των μεταναστών 2ης γενιάς.
Η άνοδος της ακροδεξιάς, δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από ποσοστιαία άνοδο κάποιου ακροδεξιού κόμματος, όπως το ΛΑΟΣ. Αν μία κοινωνία έχει τάση προς ακροδεξιές αντιλήψεις, τότε αυτό φαίνεται από τις ανοχές που δείχνει απέναντι σε ακραίες θέσεις και άτομα. Και λέγοντας «κοινωνία» δεν εννοώ μόνο τους πολίτες. Αναφέρομαι και στο ίδιο το Κράτος. Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, μετά από τη συκοφάντηση και τις ψευδοκατηγορίες που δέχτηκε η κ. Δραγώνα, η Πολιτεία να μένει αμέτοχη. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για στέλεχος της ίδιας κυβέρνησης.
Δεν είναι δυνατόν σε ένα τηλεοπτικό πάνελ να φιλοξενούνται σπουδαίοι ακαδημαϊκοί ή επιστήμονες μαζί με αγράμματα στελέχη ή βουλευτές του ΛΑΟΣ και η συζήτηση να γίνεται επί ίσοις όροις. Διότι, ναι μεν όλοι έχουν δικαίωμα και ελευθερία στο λόγο, αλλά το αν μία συζήτηση μπορεί να τηρηθεί σε σοβαρά επίπεδα ή όχι, εξαρτάται από τη νοημοσύνη ολόκληρου του πάνελ. Θα μπορούσε κανείς, για παράδειγμα, να διανοηθεί μία συζήτηση μεταξύ του κ. Λιακόπουλου και του Δρ. Νανόπουλου σχετικά με το σύμπαν; Και ακόμα και αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ποιο θα ήταν το τελικό αποτέλεσμα;
Έχουμε συνηθίσει (καλώς κατά μία άποψη) να δείχνουμε ανοχή στα πάντα, ακόμα και τους εχθρούς της ανοχής μας. Όμως ο τρόπος που εφαρμόζεται η συγκεκριμένη ανοχή, είναι ένα πολύ σημαντικό αλλά και λεπτό στοιχείο. Διότι η διατήρηση της πραγματικής δημοκρατίας είναι μία λεπτή ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας και της κατάχρησης της ελευθερίας από τον καθένα μας. Όσο δίνεται βήμα λόγου σε ανθρώπους που καταπολεμούν τους θεσμούς της δημοκρατίας, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη γνώση και τις επιστήμες και αυτό το βήμα αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα και προσοχή, τότε αργά ή γρήγορα, η αμάθεια, και οι αντιδημοκρατικές ιδέες που πρεσβεύονται από αυτούς τους ανθρώπους, θα αποκτήσουν μεγαλύτερη ισχύ και επιρροή.
Δεν μπορείς να κοιτάς απαξιωτικά και να σνομπάρεις τον αγράμματο ακροδεξιό. Διότι μόλις αποκτήσει λίγη περισσότερη δύναμη, αυτός θα σου πάρει το κεφάλι με συνοπτικές διαδικασίες. Και όποιος βλέπει μία δόση υπερβολής σε αυτό, αρκεί να διαβάσει λίγη ιστορία για την Ευρώπη της περιόδου 1930 – 1939˙ τότε που η απαξίωση και η υποτίμηση του φασισμού γινόταν σε διακρατικό επίπεδο.
Οφείλουμε ως κοινωνία, ως δημοκρατικό Κράτος και ως ελεύθερα σκεπτόμενοι άνθρωποι να αντιδρούμε δυναμικά σε φαινόμενα που διακυβεύουν τόσο το δημοκρατικό πολίτευμα όσο και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Δύο στοιχεία που έχουν κερδηθεί με πολύ κόπο και αγώνα. Οφείλουμε να είμαστε πιο σκληροί και πιο ανένδοτοι στην ακατάπαυστη συνομωσιολογία, κινδυνολογία, μπουρδολογία και αμορφωσιά που με τη σειρά τους οδηγούν στον ρατσισμό και το φασισμό. Όχι μόνο εμείς, αλλά και το Κράτος επισήμως. Οφείλουμε να μην καθόμαστε σαν κότες στα αυγά μας και απλά να γελάμε μεταξύ μας για τα ακροδεξιά παραληρήματα που συνεχώς πληθαίνουν τριγύρω μας. Πρέπει να υποβαθμίσουμε συλλογικά και θεσμικά ιδέες και ανθρώπους που όχι μόνο αντιτίθενται στα δημοκρατικά κεκτημένα, αλλά χρησιμοποιούν και μεσαιωνικά σκεπτικά.
Στην τελική, είναι καιρός οι προοδευτικοί και διανοούμενοι άνθρωποι αυτού του τόπου να προστατέψουν την πατρίδα που βάλλεται από τους δήθεν «πατριώτες». Εάν η σημερινή κυβέρνηση θέλει να επιδείξει την πραγματική της αποφασιστικότητα για κοινωνική ευημερία και ανάπτυξη, οφείλει να αντιπαρατεθεί σφοδρά με τα οπισθοδρομικά και αντι-δημοκρατικά στοιχεία που πλέον διαβάλλουν σημαντικές θετικές προσπάθειες. Όσο αδιαφορεί ή ζυγιάζει το «λαϊκό» πολιτικό κόστος, τόσο το αυγό εκκολάπτεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου