Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

ΠΕΡΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΜΕΙΩΣΗΣ ΜΙΣΘΩΝ

Η τρόικα έχει θέσει επανειλημμένα ζήτημα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Στο διάλογο που προωθείται όλο και περισσότερο από τα media, καλλιεργείται συστηματικά η άποψη ότι οι οριζόντιες περικοπές μισθών αρκούν, για να οδηγηθούμε σε αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Λίγα λόγια για να μπουν τα πράγματα στη θέση τους.
Το πόσο αποδοτικά και αποτελεσματικά χρησιμοποιούνται οι πόροι στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών εκφράζεται από την παραγωγικότητα. Αυτή αυξάνεται όταν α) παράγονται περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες με τη χρήση των ίδιων παραγωγικών συντελεστών β) παράγονται τα ιδία αγαθά και υπηρεσίες σε ποιότητα και ποσότητα, με τη χρήση λιγότερων παραγωγικών συντελεστών και γ) η αύξηση της παραγωγής των αγαθών και υπηρεσιών είναι μεγαλύτερη από την αύξηση των παραγωγικών συντελεστών που χρησιμοποιούνται.
Για τη μέτρηση της παραγωγικότητας, μετράται το σύνολο των εκροών και εισροών ενός συστήματος και η μεταξύ τους συσχέτιση. Για τη συσχέτιση, οι κυριότεροι δείκτες που χρησιμοποιούνται : α) δείκτης Ολικής Παραγωγικότητας, που περιλαμβάνει το αποτέλεσμα όλων των πόρων και β) δείκτες που συσχετίζουν το αποτέλεσμα με έναν μόνο πόρο πχ Παραγωγικότητα του κεφαλαίου και Παραγωγικότητα της εργασίας. Ο τελευταίος είναι ο πιο διαδεδομένος και ευκολότερα μετρήσιμος δείκτης και εκφράζει το αποτέλεσμα σε σχέση με το ανθρώπινο δυναμικό (πλήθος εργαζομένων ή χρόνου εργασίας).
Ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας σε μια χώρα είναι η βασική μεταβλητή, που προσδιορίζει τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, στο βαθμό που οι αυξήσεις των αμοιβών των συντελεστών παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων και των μισθολογικών αμοιβών, δεν υπερβαίνουν τη συμβολή τους στην αύξηση της παραγωγικότητας. (π.χ. η αύξηση του ΑΕΠ της Ελλάδος κατά 3,7% το 2005 εκτιμάται ότι προήλθε κατά 1,4 π.μ. από την αύξηση της απασχόλησης και κατά 2,3 π.μ. από την αύξηση της παραγωγικότητας -από την οποία ένα μέρος οφείλεται στη συμβολή του συντελεστή εργασία-). Βελτίωση επιτυγχάνεται όταν τα κίνητρα για εργασία είναι ισχυρά, συνδέουν την αμοιβή με την παραγωγικότητα και υπερτερούν αποφασιστικά των κινήτρων για «μη εργασία».
Ο ρυθμός αύξησης των μισθολογικών αμοιβών μείον το ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας είναι ο ρυθμός αύξησης του συνολικού (έμμεσου και άμεσου) κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Ως δείκτης ανταγωνιστικότητας, λαμβάνεται η εξέλιξη του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε κοινό νόμισμα, μεταξύ της εγχώριας οικονομίας και των ανταγωνιστριών χωρών. Ο δείκτης αυτός είναι διεθνώς γνωστός ως Πραγματική Σταθμισμένη Συναλλαγματική Ισοτιμία του Εγχώριου Νομίσματος με  βάση το Σχετικό Κόστος Εργασίας ανά Μονάδα Προϊόντος. Μια αύξηση της πραγματικής ισοτιμίας συνεπάγεται χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας και το αντίστροφο.
Η όποια σύγκριση, γίνεται σε κοινό νόμισμα. Αποφασιστικό ρόλο παίζει και η εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εγχώριου νομίσματος κάθε χώρας έναντι των νομισμάτων των ανταγωνιστριών χωρών. ( Οι χώρες μέλη της Ευρωζώνης δεν μπορούν πλέον να επηρεάσουν την ανταγωνιστικότητα, καθώς δεν έχουν τη δυνατότητα να ακολουθούν ανεξάρτητη συναλλαγματική πολιτική, για να αντισταθμίζουν τις αρνητικές εξελίξεις από τις τυχόν μεγάλες αυξήσεις των μισθολογικών αμοιβών ή από τις τυχόν αρνητικές εξελίξεις στην παραγωγικότητα.)
Μέχρι το 2010 ο δείκτης παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, καταγραφεί σημαντικά υψηλότερα επίπεδα τόσο από αυτά των Μεσογειακών χωρών (Ισπανία, Πορτογαλία. Ιταλία) όσο και από αυτά των Βορειοευρωπαικών (Ολλανδία, Δανία, Σουηδία) καθώς και υψηλότερο ρυθμό αύξησης.
Αναφορικά με την ανταγωνιστικότητα, όπως αυτή υπολογίζεται με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, οι επιδόσεις της Ελλάδας αποτελούν μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ των Μεσογειακών και των Βορειοευρωπαικών χωρών. Ωστόσο το διεθνές ινστιτούτο IMD υιοθετεί ένα πολύπλοκο μοντέλο με στόχο την αποτίμηση της συνολικής ανταγωνιστικότητας, με τρόπο όσο το δυνατόν πιο πλήρη και αξιόπιστο. Συνεκτιμά 4 ισότιμους παράγοντες (οικονομική επίδοση, κυβερνητική-κρατική επάρκεια, επιχειρηματική επάρκεια και υποδομές) που διακρίνονται σε υπο-παραγόντες και συγκεντρώνουν περισσότερα από 300 κριτήρια-στοιχεία αξιολόγησης. Στη σχετική ετησία κατάταξη ( World Competitiveness Yearbook WCY ) που δημοσιεύει το IMD, η Ελλάδα καταλαμβάνει σταθερά τις τελευταίες θέσεις.
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε φάση καθόδου κατά την τελευταία πενταετία με το ΑΕΠ να έχει συρρικνωθεί σχεδόν κατά 20%, ενώ επίσημα πλέον έχει εισέλθει σε φάση ύφεσης. Σύμφωνα με το κριτήριο της παραγωγικότητας, για να συγκρατηθεί η παραγωγικότητα στα ίδια επίπεδα θα πρέπει είτε να γίνουν απολύσεις είτε να μειωθούν οι μισθοί ή συνδυασμός των δυο. Όμως παρά τις απολύσεις και την εντατική μείωση των αποδοχών μέσα από την ελαστικοποίηση των εργασιακών-μισθολογικών σχέσεων, η ανταγωνιστικότητα συνεχίζει να επιδεινώνεται.
Όσο συνεχίζουμε να θεωρούμε ότι για την ανάσχεση της επιδείνωσης της ανταγωνιστικότητας αρκεί οι μειώσεις αποδοχών να είναι μεγαλύτερες από τη μείωση της παραγωγικότητας ή να απολύσουμε το πλεονάζον ανθρώπινο δυναμικό, θα συντηρούμε ένα φαύλο κύκλο. Οι αιτίες που δημιουργούν την ύφεση παραμένουν, το ΑΕΠ συνεχίζει να μειώνεται άρα οι μισθοί πρέπει να συνεχίσουν να μειώνονται, άρα η ζήτηση και η κατανάλωση συνεχίζουν να μειώνονται, η ύφεση να βαθαίνει κοκ.
Η αύξηση της παραγωγικότητα επέρχεται με την αποδοτικότερη χρήση όλων των παραγωγικών συντελεστών. Εξαρτάται αποφασιστικά από το μέγεθος και το βαθμό παρέμβασης του κράτους στην οικονομία αλλά και από το γενικότερο οργανωτικό και ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα επηρεάζεται από σειρά παραγόντων όπως :
α) Τις ανταγωνιστικές συνθήκες που ισχύουν στις διάφορες αγορές και αποτελούν ισχυρό παράγοντα στη δημιουργία διεθνώς ανταγωνιστικών επιχειρήσεων.
β) Το ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας που αφορά, εκτός από τους κανόνες ανταγωνισμού στις βασικές αγορές, την προστασία του περιβάλλοντος και των καταναλωτών, τη λειτουργία της αγοράς εργασίας και την προστασία της απασχόλησης, την ανάθεση των δημοσίων έργων και των κρατικών προμηθειών, τον προσδιορισμό των βασικών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και των συστημάτων προστασίας αυτών των δικαιωμάτων, τον προσδιορισμό ενός ακριβούς και αξιόπιστου κτηματολογίου και των βασικών χρήσεων γης σε όλη την επικράτεια της χώρας, την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης, κ.α. Όταν αυτό το ρυθμιστικό πλαίσιο δημιουργεί περίπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες χωρίς σημαντικό όφελος, ή λειτουργεί εις βάρος της αποδοτικής εργασίας και των συνεπών φορολογούμενων και δανειζόμενων (όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση αλλεπάλληλων ρυθμίσεων των ληξιπρόθεσμων οφειλών των μη-συνεπών φορολογουμένων, ή στην περίπτωση νομοθετικών παρεμβάσεων για επιβολή ρυθμίσεων των ληξιπρόθεσμων οφειλών ορισμένων κατηγοριών μη-συνεπών δανειζόμενων προς τις τράπεζες), τότε δημιουργεί αντικίνητρα στην οικονομική δραστηριότητα, στην ανάπτυξη της εργατικότητας και της επιχειρηματικότητας.
γ) Την ανάπτυξη της υγιούς επιχειρηματικότητας στο πλαίσιο του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ειδικότερα, η λειτουργία του κράτους με μονοπωλιακό τρόπο σε πολλούς κλάδους της οικονομίας (π.χ., εκπαίδευση, κοινωνική ασφάλιση, υγεία, ασφαλιστικές υπηρεσίες, δημόσια έργα, μεταφορές, ενέργεια, κ.ά.) δεν θα πρέπει να περιορίζει τις δυνατότητες ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας σε αυτούς τους τομείς.
δ) Τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών που είναι αναγκαίες για τη λειτουργία της οικονομίας (ασφάλεια, άμυνα, δικαιοσύνη, δημόσια διοίκηση, παιδεία, υγεία) με τρόπο αποτελεσματικό και αποδοτικό. Αυτό συμβάλλει στην προσφορά υψηλής ποιότητας υπηρεσιών (σε ανταγωνιστικό κόστος) και στην ανάπτυξη συνθηκών αξιοκρατίας και διαφάνειας. Σε αντίθετη περίπτωση, οι προσφερόμενες υπηρεσίες είναι χαμηλής ποιότητας και χαρακτηρίζονται από μεγάλη σπατάλη πόρων σε συνθήκες διαφθοράς και αναξιοκρατίας, επιβαρύνοντας δυσανάλογα την ανάπτυξη της οικονομίας.
ε) Τη λειτουργία της αγοράς εργασίας που μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση ή την αποθάρρυνση των κινήτρων για εργασία, κ.λπ. Η αποτελεσματικότητα της λειτουργίας της αγοράς εργασίας αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες που προσδιορίζουν τη διαθεσιμότητα του ανθρώπινου δυναμικού, το ύψος και το ρυθμό αύξησης των εργατικών αμοιβών και το ύψος και το ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητα της εργασίας στην οικονομία.
Οι αλχημείες με την οριζόντια συμπίεση του μισθολογικού κόστους μονό αντίθετα αποτελέσματα μπορούν να φέρουν. Η λύση είναι χρονοβόρα καθώς απαιτεί μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο και υποδομές. Είναι όμως ο μόνος τρόπος για να εξασφαλιστεί αύξηση της ανταγωνιστικότητας μεσο/μακροπροθεσμα και η διατήρηση της.

Για περισσότερα :
«Η
Ελληνική Οικονομία: Προκλήσεις» Π.Ε. Πετράκη, εκδόσεις Παπαζήση 2010.