Η συγγραφή του κειμένου που ακολουθεί, ολοκληρώθηκε το Δεκέμβριο του 2003, προκείμενου να αποτελέσει κομμάτι πτυχιακής εργασίας. Τότε έδειχνε να περιγράφει με ανατριχιαστική ακρίβεια το προφίλ της ελληνικής πραγματικότητας αναφορικά με τη δομή και λειτουργία του δημοσίου τομέα και της ελληνικής κοινωνίας.
Σήμερα παραμένει τραγικά επίκαιρο, παρά το γεγονός ότι κάποια από τα αριθμητικά δεδομένα έχουν απαξιωθεί.
Εδώ παρατίθεται, επειδή θα αποτελέσει μια αρχική βάση προβληματισμού και επιπλέον διερεύνησης και ίσως προσφέρει ερεθίσματα για επιπλέον αναζήτηση.
Όλη η προσπάθεια αφιερώνεται στο πρόσωπο με το οποίο συζητήσαμε εξαντλητικά και αναλύσαμε, γεγονότα και εκφράσεις διαφόρων πτυχών της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, ανακαλύπτοντας συσχετισμούς, διαμορφώνοντας απόψεις και τεκμηριώνοντας μια ξεχωριστή οπτική.
Στο ίδιο αυτό πρόσωπο, συνένοχο στη σύλληψη και συγγραφή των παρακάτω, στο συμφοιτητή, συναγωνιστή και αδερφικό φίλο, που βιάστηκε να ταξιδέψει...
O ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΤΟΜΕΑΣ. ΕΞΕΛΙΞΗ, ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΙΣΧΥΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ.
Στις κοινωνικές επιστήμες ο όρος “σύγχρονος”, συνδέεται άμεσα με το είδος της οικονομικής και κοινωνικής κατ’ επέκταση οργάνωσης που κυριάρχησε στη δυτική Ευρώπη. Χαρακτηριστικά αυτής της τάσης είναι η μαζική εκβιομηχάνιση, το συγκεντρωτικό και γραφειοκρατικό μοντέλο κράτους και τα συστήματα παιδείας που αποδυνάμωσαν το πνεύμα της τοπικής παραδοσιακής κουλτούρας, βάζοντας έτσι τον πληθυσμό στα πλαίσια του κράτους έθνους.
Στις κεντρικές και ανατολικές χώρες όπου η εκβιομηχάνιση άργησε να επεκταθεί, ο εκσυγχρονισμός άργησε με τη σειρά του να επιτευχθεί και τελικά έγινε με πιο περιορισμένο άνισο απότομο τρόπο.
Το σύγχρονο δεν κατάφερε να απομακρύνει αποτελεσματικά το παραδοσιακό ούτε στην οικονομία ούτε στην πολιτική αλλά ούτε και στην κουλτούρα. Έτσι η απαλοιφή του τοπικού πνεύματος και η ένταξη του πληθυσμού στο κράτος-έθνος έγινε με πιο αυταρχικό τρόπο. Τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα του πολίτη δεν εξαπλώθηκαν όσο στη δύση.
Υπό αυτή την έννοια, η προσέγγιση της δύσης δε μεταφράζεται σε μηχανιστική αναπαραγωγή και μίμηση της δυτικής κουλτούρας. Σημαίνει απλώς ανάπτυξη όχι μόνο της οικονομίας αλλά και του κράτους πρόνοιας, της παιδείας και των δημοκρατικών δομών.
Όλες οι κοινωνίες που υστερούσαν οικονομικά και τελικά κατάφεραν να πλησιάσουν τη δύση το κατάφεραν μέσα από την κρατική παρέμβαση. Μιλάμε για αναπτυξιακή παρέμβαση που στήριξε την ιδιωτική πρωτοβουλία και συντέλεσε στην ισορροπημένη ανάπτυξη γεωργίας και βιομηχανίας. Η παρέμβαση αυτή πήρε διάφορες μορφές σε κάθε χώρα. Πουθενά όμως δε σημειώθηκε υπέρβαση της υπανάπτυξης χωρίς μια κινητοποίηση και συντονισμό των έμψυχων και άψυχων πόρων μιας χώρας.
Από την άλλη πλευρά για τις χώρες που απέτυχαν στην προσέγγιση της δύσης, αν και ο κρατικός παρεμβατισμός ήταν έντονος, απέκτησε αντιαναπτυξιακό χαρακτήρα και αποτέλεσε εμπόδιο στην αναπτυξιακή προσπάθεια. Έτσι ενώ κορυφώνονται οι διαμάχες γύρω από εθνικά θέματα με πρωτο αυτό της οικονομίας και τη θέση της χώρας στην Ε.Ε., δεν γίνεται καμία σοβαρή συζήτηση και προσπάθεια για το ξεπέρασμα του διοικητικού αδιεξόδου.
Είναι γνωστή η παραδοχή ότι, μια κοινωνία και ένας λαός έχουν το κράτος και τη διοίκηση που τους αρμόζει. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ισχύει και το αντίστροφο. Δηλαδή, μια κοινωνία μπορεί να είναι αιχμάλωτη ενός κράτους ή μιας διοίκησης, που υποτίθεται υπάρχουν για να την υπηρετούν. Όπως θα δούμε στη συνεχεία, αυτό ισχύει στην ελληνική πραγματικότητα.
Ανάμεσα στη διοίκηση και την κοινωνία παρεμβάλλεται η πολιτική. Πολύ περισσότερο τη στιγμή που η διοίκηση είναι ο εκφραστής της εκτελεστικής εξουσίας του κράτους. Έτσι οι σχέσεις διοίκησης και κοινωνίας μετατρέπονται σε σχέσεις κράτους και πολιτικής με την κοινωνία.
Από την σύσταση του Ελληνικού κράτους διαμορφώθηκε το φαινόμενο της κυριαρχίας του κράτους και της πολιτικής πάνω στην κοινωνία. Παρά όμως την κυριαρχία του κράτους πάνω στους κοινωνικούς θεσμούς, ο βαθμός της επιρροής του πάνω στο συνολικό εκσυγχρονισμό και την εξέλιξη της οικονομίας και της κοινωνίας ήταν περιορισμένος. Αυτό δεν εμπόδισε την κρατική μηχανή να διογκώνεται ποσοτικά, κυρίως μέσω ενός συστήματος πελατειακών σχέσεων, αλλά να παραμένει αναποτελεσματική και χωρίς ποιότητα.
Η Ελλάδα, από τα τέλη του 19ου αιώνα χρησιμοποίησε σημαντικούς πόρους αντί για τη στήριξη της γεωργίας, ως καθαρά αγροτική οικονομία ή την ανάπτυξη της βιομηχανίας, στο χώρο της δημόσιας διοίκησης. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα από το γεγονός ότι οι πόροι αυτοί διοχετεύτηκαν μέσω του πελατειακού κομματικού συστήματος, που από νωρίς απέκτησε τεράστιες διαστάσεις.
Στον 21ο αιώνα η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική. Η κρατική μηχανή εξακολουθεί να μη λειτουργεί ή να υπολειτουργεί, τη στιγμή που ο ευέλικτος συντονισμός πόρων και η συνεργασία κράτους, κεφαλαίου και εργασίας είναι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη.
Από την σύσταση του ελληνικού κράτους μέχρι τις μέρες μας, η λειτουργία των πολιτικών κομμάτων βασίστηκε σε ένα άκρως πελατειακό και εν πολλοίς λαϊκίστικο σύστημα, που συνεχώς επιδεινώνει την κατάσταση της δημόσιας διοίκησης. Η λογική του μικροκομματισμού και των ημετέρων κυριαρχεί σε κάθε έκφραση της δημόσιας ζωής και της κρατικής λειτουργίας.
Από την άνιση ανάπτυξη του κράτους και της κοινωνίας, εντάθηκε ο πολιτικός συγκεντρωτισμός και η κυριαρχία τον πολιτικών κριτηρίων έναντι των δημόσιων θεσμών όπως η διοίκηση, η δικαιοσύνη και η τοπική αυτοδιοίκηση. Η ιδιοποίηση των διοικητικών θεσμών και της δημόσιας διοίκησης, αποτέλεσαν χαρακτηριστικό γνώρισμα του τρόπου ανάπτυξης της δημόσιας γραφειοκρατίας, το οποίο δεν έχει εκλείψει μέχρι σήμερα.
Η δημόσια διοίκηση παρέμεινε υποανάπτυκτη από λειτουργικής άποψης και ο όρος «κακοδιοίκηση» εμφανίζεται ήδη από τον περασμένο αιώνα. Επίσης εμφανίζεται «η κρίση της διοίκησης» και συνοδεύεται από την κρίση στη διαχείριση της κρίσης.
Πιο συγκεκριμένα, οι πρώτες πρακτικές και αναλυτικές επισημάνσεις σχετικά με την ελληνική διοικητική κρίση εκδηλώνονται σύμφωνα με έρευνα, από την πρώτη μεταπολεμική περίοδο και φτάνουν μέχρι σήμερα, με στοιχεία και ομοιότητες, ανησυχητικά πολλές.
Σύμφωνα με τις τότε επισημάνσεις, οι προϋποθέσεις για την επιβίωση και τη στοιχειώδη ανάπτυξη, περιλάμβαναν τη νομισματική σταθερότητα, την ανασυγκρότηση του διοικητικού μηχανισμού της χώρας και τη συστηματική και συναινετική αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Αναφορικά με τη δεύτερη προϋπόθεση, επισημάνθηκε ότι ο διοικητικός μηχανισμός, όχι μόνο δε συνέβαλε στην αναπτυξιακή διαδικασία αλλά αδυνατούσε να εκτελέσει βασικές ζωτικές λειτουργίες του κράτους. Με την τότε ισχύουσα κατάσταση του κρατικού μηχανισμού ήταν αδύνατη η βελτίωση της κατάστασης της χώρας και επομένως το κύριο πρόβλημα που αντιμετώπιζε η χώρα ήταν αυτό της ανασυγκρότησης του κρατικού μηχανισμού.
Οι τρεις παράγοντες που επιδρούσαν σε βάρος του κρατικού μηχανισμού ήταν:
η άνιση κατανομή του ανθρώπινου δυναμικού στις κεντρικές και περιφερειακές δημόσιες υπηρεσίες.
ο τρόπος στελέχωσης των υπηρεσιών μέσω συστήματος πελατειακών σχέσεων, αυθαιρεσίας και ευνοιοκρατίας, το καθεστώς νομικισμού και έντονων γραφειοκρατικών διαδικασιών που λειτουργούσε τόσο κατά των υπάλληλων, όσο και κατά των πολιτών.
Τέλος, στα συμπεράσματα που εξήχθησαν από έρευνα του ΟΟΣΑ του 1955, διατυπώθηκε για πρώτη φορά η ανάγκη για υιοθέτηση υπερκομματικής φιλοσοφίας και αντίληψης στις διαδικασίες ανασυγκρότησης του κρατικού μηχανισμού.
Αρκετά χρόνια αργότερα, και λίγο πριν την επταετία, οι εμπειρογνώμονες του ΟΟΣΑ παρατήρησαν ότι, προκειμένου η χώρα να αντεπεξέλθει στο διαρκώς αυξανόμενο οικονομικό ανταγωνισμό, πρέπει να αποκτήσει τον κατάλληλο διοικητικό μηχανισμό. Συνεχίζουν λέγοντας ό,τι, για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται γενναία διοικητική μεταρρύθμιση. Σε διαφορετική περίπτωση η χώρα κινδυνεύει να παραμείνει σε καθεστώς μόνιμης υπανάπτυξης. Η επιβολή όμως της δικτατορίας επέφερε καταστροφικές επιπτώσεις και στο τομέα του διοικητικού μηχανισμού, οδηγώντας τα πράγματα στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που περιέγραψαν οι εμπειρογνώμονες του ΟΟΣΑ.
Από τότε, η προσπάθεια διοικητικής μεταρρύθμισης που υλοποιήθηκε στη χώρα (σύντμηση των καταληκτικών βαθμίδων της ιεραρχίας, ενιαίο μισθολόγιο και βαθμολόγιο, βελτίωση σχέσης κράτους πολίτη, δημοκρατικός προγραμματισμός, περιφερειακή ανάπτυξη και ενίσχυση τοπικής αυτοδιοίκησης) επικεντρώθηκε σε θέματα δομής και στελέχωσης και όχι σε ουσιαστικά θέματα λειτουργίας και διοίκησης. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η υλοποίηση των παραπάνω μέτρων επέφερε διαφορετικά αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα σε ότι αφορά στη αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα της διοίκησης.
Από τα παραπάνω προέκυψαν δυο βασικές επιπτώσεις των μεταρρυθμιστικών μέτρων.
Αφενός, επιτάχυναν την κρίση ικανότητας του συστήματος εξαιτίας της μείωσης της διαφοροποίησης μέσω της βαθμολογικής και μισθολογικής εξομοίωσης, καθώς και της διαδικασίας προσλήψεων. Αφετέρου, απέτυχαν να αναδομήσουν και να εξυγιάνουν τον κρατικό μηχανισμό και διεύρυναν το βαθμο πολιτικοποίησης ή κομματικοποίησης των ανώτατων βαθμίδων της διοικητικής ιεραρχίας.
Από τα προηγούμενα προκύπτουν δύο κατηγορίες αιτιών που ευθύνονται για την διοικητική κακοδαιμονία: Η τάση συγκέντρωσης αποφασιστικής δύναμης εντός του πολιτικού συστήματος, καθώς και η ανεπάρκεια και μειωμένη ικανότητα του οργανωτικού και διοικητικού μηχανισμού της χώρας:
α) Η τάση συγκέντρωσης αποφασιστικής δύναμης εντός του πολιτικού συστήματος:
Η υπερσυγκέντρωση δύναμης εντός του πολιτικού συστήματος εμφανίζει τέσσερις βασικές μορφές. Η εκτελεστική εξουσία συγκεντρώνει δύναμη έναντι τον άλλων δύο, εντός του πολιτικού συστήματος. Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση συγκεντρώνουν δύναμη, εντός της εκτελεστικής εξουσίας έναντι των άλλων εκφραστών της. Η πολιτική ηγεσία συγκεντρώνει δύναμη, εντός της ίδιας της δημόσιας διοίκησης. Τέλος, οι ανώτατες βαθμίδες εντός των δημοσίων υπηρεσιών, συγκεντρώνουν δύναμη έναντι τον άλλων βαθμίδων.
Λογικό επακόλουθο όλων αυτών, ήταν η εκδήλωση μιας συγκεντρωτικής τάσης που περιλαμβάνει μή εκχώρηση ευθυνών και αρμοδιοτήτων, πολιτικοποίηση των διοικητικών αποφάσεων και περιορισμό της λειτουργικής διαφοροποίησης και αυτονόμησης του διοικητικού συστήματος.
β) Η ανεπάρκεια και η μειωμένη ικανότητα του οργανωτικού και διοικητικού μηχανισμού της χώρας:
Η ανεπάρκεια και ακαταλληλότητα του διοικητικού μηχανισμού περιλαμβάνει μια σειρά στοιχείων όπως: το μέγεθος της στελέχωσης των υπηρεσιών είναι αντιστρόφως ανάλογο ως προς το μέγεθος του έργου που παράγουν, συμπεριλαμβανομένης και της ανισομερούς κατανομής του ανθρώπινου δυναμικού ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια. Η ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού υπονομεύεται από το καθεστώς των πελατειακών σχέσεων και από τις ατέλειες του συστήματος προσλήψεων. Το σύγχρονο πνεύμα, η φιλοσοφία και οι τεχνικές της διοικητικής επιστήμης απουσιάζουν από όλες τις βαθμίδες της διοίκησης.
Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω οδήγησε στη διαμόρφωση μιας κατάστασης που περιγράφεται ως κρίση ικανότητας της διοίκησης.
Από τους παραπάνω παράγοντες, θα ήταν σκόπιμο να αναλυθούν περαιτέρω εκείνοι που φέρονται ως αυτοί που προσδιορίζουν τη διοικητική κρίση, χωρίς να σημαίνει ότι αγνοείται η επιρροή και των υπολοίπων.
Έτσι λοιπόν θα επικεντρωθούμε σε τέσσερις παράγοντες. Στην πολιτικοποίηση της διοικητικής δομής, στο μέγεθος της δημοσιοϋπαλληλίας, στη δομή της διοικητικής πυραμίδας και στη διαδικασία προσλήψεων των δημόσιων υπάλληλων.
1. Πολιτικοποίηση της διοικητικής δομής.
Όπως εξηγήσαμε ήδη, η πολιτικοποίηση της διοικητικής δομής σχετίζεται με το φαινόμενο συγκέντρωσης αποφασιστικής δύναμης και εξουσίας εντός του πολιτικού συστήματος και πιο συγκεκριμένα στις ανώτερες βαθμίδες των οργάνων του. Προς αυτή την κατεύθυνση έχουν συμβάλει αποφασιστικά δύο παράγοντες. Πρώτα, η αύξηση του αριθμού των πολιτικών (μετακλητών) υπάλληλων στην κορυφή της ιεραρχίας και ακολούθως ο τρόπος επιλογής προϊστάμενων και διευθυντών.
1α. Ο αριθμός των πολιτικών (Μετακλητών) υπάλληλων
Μέχρι το 1982 οι ανώτατες καταληκτικές βαθμίδες των δημόσιων οργανισμώνκαι υπηρεσιών ήταν αυτές του Γενικού διευθυντή και του Αναπληρωτή γενικού διευθυντή. Με την τροποποίηση της μέχρι τότε ισχύουσας νομοθεσίας καταργήθηκαν οι δυο προαναφερόμενες βαθμίδες, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας μείωσης των πολλαπλών επιπέδων διοίκησης. Οι αρμοδιότητες των βαθμίδων που καταργήθηκαν, επαναφέρθηκαν στον αρμόδιο υπουργό, ο οποίος με τη σειρά του μεταβίβασε, τις μεν αποφασιστικές στους γενικούς γραμματείς και στους ανώτερους υπάλληλους, τις δε επιτελικές σε σύμβουλους και εξωτερικούς συνεργάτες.
Προέκυψε έτσι μια τάση συγκέντρωσης εξουσίας και δύναμης στην κορυφή της διοικητικής πυραμίδας, η οποία δεν διαχύθηκε σε όλη την υπαλληλική ιεραρχία.
Από οργανωτικής άποψης, η κατάργηση των δύο βαθμίδων και η ανάληψη των αρμοδιοτήτων τους από πολιτικούς υπάλληλους, δεν μείωσε τα επίπεδα της ιεραρχίας. Απλούστατα η διοικητική δομή αντικαταστάθηκε από ιεραρχία πολιτικού χαρακτήρα (γενικοί γραμματείς, ειδικοί γραμματείς στη συνεχεία, σύμβουλοι, συνεργάτες). Με αυτό τον τρόπο λοιπόν διευρύνθηκε σημαντικά η πολιτικοποίηση των ανώτατων και καθοριστικότερων βαθμίδων.
Μια ακόμα σημαντική επίπτωση είχε το γεγονός ότι, με την κατάργηση των γενικών διευθύνσεων και την απευθείας μεταφορά των καθηκόντων τους στους γενικούς γραμματείς, μεγάλωσαν τρομακτικά και τα όρια εποπτείας και έλεγχου των δευτέρων. Παρουσιάσθηκαν έτσι σημαντικά προβλήματα συντονισμού και λειτουργίας των υπηρεσιών.
Αν μεταξύ των άλλων, λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι, οι γενικοί γραμματείς είναι πολιτικοί υπάλληλοι και συνήθως ακολουθούν τους υπουργούς στις μετακινήσεις τους (ανασχηματισμοί), τότε φαίνεται ξεκάθαρα ότι δεν έχουν τη χρονική ευχέρεια να αποκτήσουν συνολική άποψη για τους τομείς αρμοδιοτήτων τους και έτσι περιορίζονται σε δράση βραχυχρόνιου ορίζοντα και περιορισμένης έκτασης.
Για την άρση των παραπάνω δυσχερειών, καθιερώθηκαν δύο μέτρα. Η μείωση του αριθμού των διευθύνσεων και τμημάτων και η εισαγωγή μιας επιπλέον κατηγορίας μετακλητών υπαλλήλων, τους ειδικούς γραμματείς για τις κεντρικές υπηρεσίες και τους συντονιστές διοίκησης για τις περιφερειακές. Η διαφορά των ειδικών γραμματέων που τελικά καθιερώθηκαν με τους καταργηθέντες γενικούς και αναπληρωτές γενικούς διευθυντές, είναι ότι οι δεύτεροι προέρχονται από το σώμα της διοίκησης και καταλάμβαναν αυτά τα κλιμάκια ως τα καταληκτικά της σταδιοδρομίας τους και οι πρώτοι αποτελούν μέλη της πολιτικής ηγεσίας.
1β. Η επιλογή προϊσταμένων και διευθυντών
Από το 1986 και μετά, η επιλογή προϊσταμένων διεύθυνσης, τμήματος και αυτοτελών γραφείων, γίνεται από ένα αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο. Θεωρητικά, η ύπαρξη του συμβουλίου και η σύντομη εξάντληση της βαθμολογικής κλίμακας από τους υπαλλήλους, παρέχει αφενός την ευχέρεια επιλογής μέσα από ένα μεγάλο σύνολο υπαλλήλων και αφετέρου εξαλείφονται οι δεσμεύσεις από την αρχαιότητα των υπαλλήλων ή άλλα λιγότερο αξιοκρατικά κριτήρια. Το τελευταίο στοιχείο ενισχύεται από το γεγονός ότι, καθιερώνονται κριτήρια επιλογής όπως, οι ιδιαίτερες ικανότητες, η πρωτοβουλία και η επαγγελματική δραστηριότητα.
Τα κριτήρια αυτά όμως είναι δύσκολο να εκτιμηθούν αντικειμενικά και πολλές φορές θεωρούνται αυτονόητα για υπαλλήλους που εξάντλησαν την ενιαία βαθμολογική κλίμακα, κάτι που προκαλεί πρόβλημα στην αποδοχή της διευθυντικής εξουσίας.
Εν κατακλείδι, δύσκολα μπορεί να αξιοποιηθεί η αξιοκρατική ικανότητα του συστήματος στην πράξη, χωρίς να προηγηθούν τα ακόλουθα: συγκεκριμένη περιγραφή καθηκόντων ανα θέση, βαθμό και κλάδο και βελτίωση της αξιοπιστίας του συστήματος αξιολόγησης των ουσιαστικών προσόντων και της απόδοσης των υπαλλήλων.
2. Το μέγεθος της δημοσιοϋπαλληλίας
Καθοριστικός παράγοντας στη διαδικασία συγκρότησης του ελληνικού κράτους στάθηκε η υπερδιόγκωση και ο γιγαντισμός της κρατικής μηχανής. Η κρατική μηχανή αναδείχθηκε έτσι, όχι ως συντελεστής ανάπτυξης αλλά ως κύριος μοχλός οπισθοδρόμησης και υπανάπτυξης. Κατά το 19ο αιώνα η κατανομή των δημοσίων δαπανών για κρατική μισθοδοσία και ο ρυθμός διόγκωσης του αριθμού τον δημοσίων υπάλληλων προσέδωσαν στην ελληνική κοινωνία από πολύ νωρίς το χαρακτήρα της υπαλληλοκρατίας. Ακόμα και σήμερα, για πολλούς το ιδεώδες της επαγγελματικής αποκατάστασης περιορίζεται σε μια θέση υπάλληλου στο δημόσιο τομέα.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, το ένα τρίτο περίπου του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της χώρας απασχολείται στο δημόσιο τομέα , οι δαπάνες του δημόσιου τομέα καλύπτουν πάνω από το ένα τρίτο του κρατικού προϋπολογισμού ενώ η κρατική μισθοδοσία, η οποία διαχρονικά παρουσιάζει αυξητικές τάσεις, υπερβαίνει το ένα τρίτο του συνόλου των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού. Αν σε όλα αυτά συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι υπάρχουν και 200.000 συμβασιούχοι υπάλληλοι του δημόσιου που είναι σε θέση να διεκδικήσουν μια μόνιμη θέση στο δημόσιο τομέα, προκύπτει μια τεράστιου μεγέθους δημοσιοϋπαλληλία.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο βαθμός συγκέντρωσης γεωγραφικά. Μόνο στο λεκανοπέδιο Αττικής και στα υπόλοιπα τρία μεγαλύτερα αστικά κέντρα (Θεσ/νικη, Πάτρα, Λάρισα) συγκεντρώνεται το 65% των υπαλλήλων περίπου.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί και η κατανομή του προσωπικού στις τέσσερις βασικές κατηγορίες (ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ, και ΥΕ) σύμφωνα με τα τυπικά ακαδημαϊκά προσόντα (στοιχεία μετρήσεων 1992). Την πρώτη θέση κατέχουν οι υπάλληλοι με προσόντα ΔΕ σε ποσοστό 46,8%. Την δεύτερη θέση κατέχουν οι υπάλληλοι με προσόντα ΥΕ σε ποσοστό 26,7% . Την τρίτη θέση κατέχουν οι υπάλληλοι με προσόντα ΠΕ σε ποσοστό 16,8%. Τέλος, την τέταρτη θέση κατέχουν οι υπάλληλοι με προσόντα ΤΕ σε ποσοστό 9,7%.
Παρόλο που σήμερα τα ποσοστά αυτά έχουν μεταβληθεί, οι συσχετισμοί και η κατανομή παραμένουν ίδια.
3. Η αντιστροφή της διοικητικής πυραμίδας
Όπως προκύπτει και από την παραπάνω καταγραφή, σχετικά με το μέγεθος της δημοσιοϋπαλληλίας, παρατηρείται το εξής παράδοξο φαινόμενο.
Τόσο μεταξύ των δυο κατηγοριών που απαιτούν αυξημένα τυπικά προσόντα (ΠΕ & ΤΕ) όσο και μεταξύ των δυο υπολοίπων (ΔΕ & ΥΕ), σημειώνεται μια ανισοκατανομή. Βλέπουμε τους υπαλλήλους ΠΕ αριθμητικά να υπερέχουν συντριπτικά έναντι των ΤΕ, στις δύο πρώτες κατηγορίες και αντίστοιχα οι ΔΕ να υπερέχουν επίσης, έναντι των ΥΕ. Η τάση αυτή, δηλαδή η υπερσυγκέντρωση υπαλλήλων με αυξημένα τυπικά προσόντα, χαρακτηρίζεται ως αντιστροφή της διοικητικής πυραμίδας.
Με την πρώτη ματιά φαίνεται ότι το επίπεδο των υπάλληλων είναι υψηλότατο και συνεπώς υπερτερούν έναντι υπαλλήλων άλλων χωρών, όπου η ανώτατη κατηγορία (στην περιπτωση μας ΠΕ και ΤΕ) δεν υπερβαίνει το 4%-5% του συνολικού αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων. Σημειώνεται δε, ότι ανάλογες τάσεις ασύμμετρης δόμησης των ανωτέρων κατηγοριών της κρατικης διοικησης είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνιση τους από το 1900.
Η αντιστροφή της διοικητικής πυραμίδας ενισχύεται από το καθεστώς που διέπει τις προαγωγές, έως και το βαθμο Α. Οι τέσσερις κατηγορίες που προαναφέραμε, κατατάσσονται σε πέντε βαθμούς οργανικά ενιαίους, Α , Β , Γ , Δ και Ε με Α τον καταληκτικό (Β για τους ΥΕ) , από τους οποίους κανένας δεν αντιστοιχεί σε συγκεκριμένα καθήκοντα ή αρμοδιότητες και για την προαγωγή δεν απαιτείται η ύπαρξη κενής θέσης. Στο βαθμο Ε κατατάσσονται οι υπάλληλοι ΥΕ. Αντίθετα, κριτήριο για την προαγωγή σε ανώτερο βαθμό, είναι ο χρόνος υπηρεσίας στον προηγούμενο. Η διάρκεια της προϋπηρεσίας που απαιτείται για την προαγωγή καθορίζεται από νόμο.
Σύμφωνα με τα ισχύοντα, ο υπάλληλοι ΠΕ σε 13 χρόνια προάγονται σε βαθμο Α, οι υπάλληλοι ΤΕ σε 17, και οι υπάλληλοι ΔΕ σε 19. Έτσι το 65% - 70% των υπάλληλων στα 19 χρόνια υπηρεσίας και σε ηλικία 40-45 ετών θα βρίσκονται στο βαθμο Α, τη στιγμή που αρκετοί από αυτούς (ΠΕ & ΤΕ) θα φτάσουν στο βαθμο Α νωρίτερα.
Η αντιστροφή της διοικητικής πυραμίδας με τον πληθωρισμό υπαλλήλων αυξημένων τυπικών προσόντων στους ανώτατους βαθμούς, συνδέεται και με το εκπαιδευτικό σύστημα. Η μαζική παραγωγή πτυχιούχων, ειδικά τα τελευταία χρόνια, έχει σαν αποτέλεσμα την αυξημένη προσφορά προσωπικού στην αγορά εργασίας. Το μέρος του δυναμικού που δεν μπορεί να απορροφηθεί από τον ιδιωτικό τομέα, στρέφεται στο δημόσιο, διεκδικώντας με διάφορους τρόπους την πρόσληψή του και κατά μεγάλο βαθμό το καταφέρνει, ασχέτως ουσιαστικών προσόντων. Λογικό είναι η πρακτική αυτή, μακροχρόνια, να προκαλεί αυξημένη πίεση για αδιαφοροποίητη και μαζική βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη.
Επιπλέον, η συγκέντρωση αποφασιστικής δύναμης, επιρροής και αρμοδιοτήτων στην κορυφή της πολιτικής ηγεσίας, εκτός του ότι ενισχύει την έλλειψη διαφοροποίησης που διαμορφώθηκε και κυριαρχεί στη διοικητική πυραμίδα, καθιστά ουσιαστικά ανέφικτη τη συστηματική προετοιμασία ανώτατων στελεχών, για κάλυψη θέσεων και εκτέλεση αρμοδιοτήτων της διοικητικής ηγεσίας.
Ο γενικός κανόνας που ισχύει στην ελληνική διοίκηση, είναι η απουσία συστηματικής αξιολόγησης των θέσεων και περιγραφή των καθηκόντων των υπάλληλων. Η ελλιπής βαθμολογική, μισθολογική και κυρίως λειτουργική διαφοροποίηση των υπάλληλων, αποτελεί χαρακτηριστικό υπανάπτυξης του διοικητικού συστήματος.
4. Η διαδικασία των προσλήψεων δημοσίων υπαλλήλων
Το κράτος ακόμα και σήμερα, αποτελεί τον κύριο τριτογενή εργοδότη της ελληνικής κοινωνίας και βασικό συντελεστή της υπερδιόγκωσης του τομέα των υπηρεσιών .
Κατά την τελευταία εικοσαετία θεσπίστηκαν νέοι νόμοι που διέπουν την διαδικασία προσλήψεων στο δημόσιο τομέα. Κύριο στοιχείο της αλλαγής αυτής, είναι ο προσδιορισμός κριτηρίων κατάταξης των υποψηφίων απ΄ ευθείας από το νόμο. Επιδίωξη ήταν η αντικειμενικότητα της κρίσης και η έλλειψη εύνοιας.
Όμως με την αρχική εφαρμογή της νέας νομοθεσίας, διαπιστώθηκε ότι διδόταν ιδιαίτερη σημασία στα κοινωνικά κριτήρια (εντοπιότητα, οικογενειακή κατάσταση κ.α.) και λιγότερη στα αξιοκρατικά.
Νέες νομοθετικές ρυθμίσεις, προσπάθησαν να αντιστρέψουν αυτή την κατάσταση δίδοντας έμφαση, εκτός από τα κοινωνικά κριτήρια, σε στοιχεία όπως ο βαθμός και ο χρόνος κτήσης του πτυχίου, μεταπτυχιακοί και διδακτορικοί τίτλοι, ξένες γλώσσες, γνώσεις πληροφορικής κ.α.
Ακόμα όμως και με την καθιέρωση αξιοκρατικότερων κριτηρίων, δεν λαμβάνεται υπόψη μια σημαντική παράμετρος. Η απόκτηση πτυχίου και η επιτυχία σε κάποιο γραπτό διαγωνισμό, δεν εντοπίζουν απόλυτα τις απαιτούμενες διοικητικές ικανότητες των υποψηφίων υπάλληλων. Τα παραπάνω ενισχύονται ακόμα περισσότερο στις προσλήψεις χωρίς διαγωνισμό ή με μόρια.
Η αδυναμία του συστήματος προσλήψεων, να εξασφαλίσει τις απαραίτητες δεξιότητες, συνδυάζεται με το χαρακτήρα της ελληνικής ανωτάτης εκπαίδευσης, που αποτελεί σημαντικό τροφοδότη της δημόσιας διοίκησης, σε προσωπικό. Έτσι η απόκτηση και η συστηματική καλλιέργεια διοικητικών ικανοτήτων και προσόντων, επαφίεται στη δημόσια διοίκηση, η οποία μέχρι τώρα αδυνατεί να επιτελέσει αυτό της το ρόλο.
Ένα πολύ μεγάλο μέρος απόφοιτων ανωτάτων σχολών, απασχολείται τελικά στο δημόσιο τομέα. Το στοιχείο εκείνο που εντείνει τη διοικητική κρίση, είναι το γεγονός ότι υπάρχει αναντιστοιχία ανάμεσα στα εκπαιδευτικά προγράμματα των σχολών των ανώτατων βαθμίδων και των πραγματικών αναγκών και απαιτήσεων της δημόσιας διοίκησης. Έτσι η εκπαίδευση των μελλοντικών δημοσίων υπαλλήλων είναι ασύνδετη με τα πραγματικά ζητήματα που θα αντιμετωπίσουν στην σταδιοδρομία τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανεπάρκεια εκλαμβάνεται ως ποσοτικό δεδομένο, με συνέπεια, οι δημόσιες υπηρεσίες να διαθέτουν μεγάλο αριθμό υπάλληλων με αυξημένα τυπικά προσόντα, οι οποίοι στερούνται ουσιαστικές ικανότητες και δεξιότητες για άσκηση αποτελεσματικής διοίκησης. Ακόμα χειρότερο είναι το γεγονός ότι η ίδια η δημόσια διοίκηση αδυνατεί να επιμορφώσει τους υπάλληλους της και να τους δώσει τα παραπάνω απαιτούμενα εφόδια, ενισχύοντας και συντηρώντας έτσι μια πλευρά τουλάχιστον της διοικητικής κρίσης.
Η αναγκαιότητα και σε ένα μεγάλο βαθμό η χρησιμότητα αλλά και το είδος των μεταρρυθμίσεων, προσδιορίζοντα από τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης κοινωνίας. Πολύ περιεκτικά μπορούμε να διακρίνουμε τις εξής κατηγόριες γνωρισμάτων.
Είναι αποδεκτό ότι η σημερινή κοινωνία είναι γεμάτη αβεβαιότητες και κίνδυνους. Η παγκοσμιοποίηση έχει κάνει της οικονομίες πιο κερδοφόρες αλλά και αυστηρά συνδεδεμένες μεταξύ τους, έτσι ώστε οι δυσμενείς εξελίξεις σε μια από αυτές, να διαχέονται αλυσιδωτά σε όλες ή στις περισσότερες. Οι αντιξοότητες που δημιουργούνται δεν είναι ευδιάκριτο ούτε σαφές από ποιον πρέπει ή μπορούν να αντιμετωπιστούν. Από τους πολίτες ή από ειδικούς που κατέχουν τη γνώση για τη διαχείριση του παγκόσμιου συστήματος; Δεν είναι άσχετο και το γεγονός ότι οι απόλυτες ιδεολογικές προσεγγίσεις έχουν ατονήσει, αν όχι χρεοκοπήσει πράγμα που εντείνει την τάση αβεβαιότητας και περιπλέκει τα πράγματα ακόμα περισσότερο.
Η συνθετότητα των σύγχρονων προβλημάτων σε παγκόσμιο επίπεδο δείχνει ότι η επίλυση τους δεν είναι ζήτημα που αφορά έναν άνθρωπο ή μια μερίδα ατόμων. Η συνεργασία και η αμοιβαία συνεννόηση καθίσταται όλο και πιο απαραίτητη σε όλο και περισσότερους τομείς. Για να επιτευχθεί όμως η συνεργασία εκτός από την απαραίτητη επικοινωνία, είναι επιτακτική η ύπαρξη καλά οργανωμένων δομών, κατάλληλα συστήματα δικαίου και δημοκρατίας αλλά και βούληση για κοινή δράση.
Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας του κράτους ώστε να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών. Τα μεγάλο στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί είναι η εξασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου ποιοτική παιδεία, χωρίς περιορισμούς για όλα τα μέλη της κοινωνίας. Οι μορφωμένοι πολίτες είναι ο πολυτιμότερος πόρος για το κράτος. Στη συνεχεία πολύ σημαντική είναι η αποκατάσταση του αισθήματος ασφάλειας του πολίτη. Η έλλειψη ασφάλειας καταλήγει να ερμηνευτεί ως ανεπάρκεια, ακαταλληλότητα και αδυναμία του κράτους να προστατέψει από διάφορους κίνδυνους τους πολίτες του. Τέλος είναι επιτακτικότατη η ανάγκη να ενισχυθεί και να εξασφαλιστεί η κοινωνική δικαιοσύνη ως απαραίτητη προϋπόθεση για μια ομαλή κοινωνική διαβίωση. Οι αυξημένες κοινωνικές ανισότητες, η εκμετάλλευση και η οποιασδήποτε μορφής ανελευθερία, δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές από ένα δημοκρατικό κράτος.
Πέρα από τον προσδιορισμό του προβλήματος όμως πρέπει να διατυπωθούν και οι βασικές συνιστώσες που συνθέτουν τον τρόπο άρσης αυτής της κατάστασης.
Στρατηγική εκσυγχρονισμού
Όπως προαναφέρθηκε, το κρατικοκομματικό σύστημα αποτελεί εμπόδιο σε ένα πετυχημένο εκσυγχρονισμό. Σίγουρα οι τομείς που χρειάζονται παρεμβάσεις είναι πολλοί, αλλά αν η κρατική μηχανή δεν αλλάξει, κάθε άλλη προσπάθεια είναι περιττή αφού η κρατικοκομματική παρέμβαση επηρεάζει κάθε πρωτοβουλία. Το ζητούμενο λοιπόν είναι η ορθολογικοποίηση της δημόσιας διοίκησης.
Καίριο ερώτημα είναι, πώς μπορεί να επιτευχθεί η διοικητική μεταρρύθμιση. Αναμφίβολα, οι μεταρρυθμίσεις της κρατικής μηχανής είναι και τεχνικό αλλά και πολιτικό ζήτημα, άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Ο επιχειρών τη μεταρρύθμιση πρέπει να το δει και να το εξετάσει και από τις δυο πλευρές. Στην περίπτωση που το αντιμετωπίσει σαν τεχνικό ζήτημα, οι αλλαγές αργά η γρήγορα απαξιώνονται και απενεργοποιούνται.
Από την άλλη πλευρά αν αυτό το ζήτημα αντιμετωπιστεί με καθαρά πολιτικά κριτήρια, επιχειρηθεί αναδιαμόρφωση της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ κράτους και πολιτών χωρίς να αντιμετωπιστεί και τεχνικά, η προσπάθεια θα καταλήξει σε αδιέξοδο.
Περιεκτικότερα, για να αντιμετωπιστεί σοβαρά η παράλυση της δημόσιας διοίκησης, χρειάζεται αφενός πολιτική βούληση, δηλαδή στρατηγική διάσταση και σχεδιασμός και αφετέρου τεχνικός και οργανωτικός προγραμματισμός.
Σπάσιμο του κομματικοκρατισμού
Κύριο εμπόδιο στη διοικητική αναδιοργάνωση είναι η κομματικά συντεχνιακή λογική που επικρατεί στους κόλπους της δημόσιας διοίκησης. Η κομματική λογική που επικρατεί, σε συνδυασμό με τα άτομα που συμμετέχουν σε αυτό το μοντέλο του κρατικοκομματικού συστήματος με διάφορους τρόπους και με διάφορες ιδιότητες, προωθούν τα συμφέροντα κάποιων ομάδων ανθρώπων.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, το ξεκίνημα και το αίτημα για αλλαγή δε θα προκύψει μέσα από τη δυσκίνητη κρατική μηχανή ή τα σημερινά λεγόμενα κόμματα εξουσίας.
Η απάντηση θα προέλθει από την κοινωνία των συνειδητοποιημένων πολιτών, με την προϋπόθεση ότι και αυτοί οι ίδιοι θα απεγκλωβιστούν από το αυτοαναπαραγόμενο σύστημα που καταπνίγει κάθε μορφή αμφισβήτησης και πρωτοβουλίας.
Βασική επιδίωξη είναι, τα κόμματα να πεισθούν και κυρίως να πιεσθούν, ώστε να προωθήσουν διοικητική μεταρρύθμιση η οποία δε θα ελέγχεται από αυτά Υπάρχουν δυο λόγοι που συνηγορούν υπέρ αυτού.
Από τη μία είναι το γεγονός ότι, το βάθος χρόνου που απαιτείται ώστε η μεταρρύθμιση να μελετηθεί, να αναλυθεί, να σχεδιασθεί και να εφαρμοστεί στην έκταση που χρειάζεται, είναι ευρύτερο από τη διάρκεια μιας κυβέρνησης και σίγουρα από τη θητεία ενός υπουργού.
Από την άλλη, πρέπει η ίδια η μεταρρύθμιση, να είναι απαλλαγμένη από τη φθοροποιό επίδραση του διοικητικού και κυρίως του κάθε κομματικού μηχανισμού που διαβρώνει τη δημόσια διοίκηση.
Επομένως, αναζητούμε τη δημιουργία ενός οργάνου ή φορέα που θα στελεχωθεί όχι από κομματικούς παράγοντες, αλλά από ειδικούς επιστήμονες και εκπρόσωπους όσο το δυνατόν περισσοτέρων κοινωνικών δυνάμεων, με πρόσωπα ικανά να αποκρούσουν πιέσεις από την εκάστοτε κυβέρνηση, τα κόμματα και την ίδια τη δημόσια διοίκηση.
Αλλαγή θεσμικού πλαισίου
Καθοριστικής σημασίας στρατηγική προϋπόθεση για αποτελεσματική διοικητική μεταρρύθμιση, είναι οι αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο που ευνοεί τα συμφέροντα του κράτους σε βάρος του πολίτη.
Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, η κρατική οντότητα υπονομευόταν από διάφορες τοπικές και περιφερειακές δυνάμεις νόμιμες ή παράνομες και έτσι οι όποιες μεταρρυθμίσεις στόχευαν στη ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας και την ισχυροποίηση και διατήρηση του κράτους.
Σήμερα, έχουμε καταλήξει στο άλλο άκρο. Ο πολιτικός και οικονομικός τοπικισμός έχουν εκλείψει ενώ η κρατική μηχανή έχει υπερδιογκωθεί. Συνεπώς αναζητείται το αντίθετο μοντέλο από εκείνο που ακολουθήθηκε τον προηγούμενο αιώνα, δηλαδή αποδυνάμωση της κρατικής εξουσίας, ενίσχυση της διαχείρισης τον τοπικών υποθέσεων από τις τοπικές κοινωνίες και αποσυμφόρηση του διοικητικού μηχανισμού.
Απαραίτητη προϋπόθεση, είναι η σαφής διάκριση των εξουσιών και η ενδυνάμωση της δικαστικής έναντι της εκτελεστικής. Σήμερα παρατηρείται μια άνευ προηγούμενου αλλοίωση και σύγχυση ρόλων, θεσμών και εξουσιών. Η εκτελεστική εξουσία, έστω εν μέρει, φέρεται ικανή να υποκαταστήσει κάθε άλλη. Έτσι η δημόσια διοίκηση, η κρατική μηχανή, που είναι ο εκφραστής της εκτελεστικής εξουσίας, είναι σε θέση να αφήνει στο απυρόβλητο αυτούς που τη στελεχώνουν, αφού τα όρια ευθύνης είναι δυσδιάκριτα και μεταφέρονται από το ένα επίπεδο στο άλλο. Τρανή απόδειξη είναι η σωρεία αιτημάτων που δέχεται κάθε χρόνο ο Συνήγορος του Πολίτη.
Σε μια πρώτη κωδικοποίηση των παραπάνω δεδομένων καταλήγουμε σε τρεις διαπιστώσεις:
1. το πρόβλημα της ορθολογικοποίησης της δημόσιας διοίκησης δεν είναι ένα από τα προβλήματα, αλλά το κύριο πρόβλημα εκσυγχρονισμού του τόπου. Το κρατικοκομματικό σύστημα υπονομεύει τις προσπάθειες για επιμέρους αλλαγές σε διάφορους τομείς.
2. Κύριος μοχλός δράσης είναι η αλλαγή στη σχέση κράτους-πολίτη και η μεταφορά της άτυπης αλλά ουσιαστικής εξουσίας των κομμάτων σε φορείς που δεν ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα.
3. Τέλος επιβάλλεται η πίεση και η αυτενέργεια δυνάμεων εκτός του κρατικοκομματικού συστήματος ώστε να πεισθούν τα κόμματα να δεχθούν τα παραπάνω.
Όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρουν αρκετοί διοικητικοί επιστήμονες, αν ο επικεφαλής μιας κυβέρνησης ή ένας αρχηγός κόμματος θέλει να δει να τον χειροκροτούν από όλες της πλευρές, αρκεί να ανακοινώσει διοικητική μεταρρύθμιση. Κανείς δε θα καταλάβει περί τίνος πρόκειται ακριβώς. Αξίζει να αναφερθεί ότι η διοικητική μεταρρύθμιση οποιασδήποτε μορφής, δε λείπει από το κυβερνητικό πρόγραμμα κανενός κόμματος, ούτε από τις προγραμματικές δηλώσεις καμίας κυβέρνησης.
Στο ίδιο πλαίσιο, το κράτος προσπαθεί να παρέμβει στην οικονομία. Προσπαθεί να διορθώσει τις κοινωνικές ανισότητες και αντιθέσεις που προκύπτουν από τη λειτουργία της οικονομίας, έχοντας στη διάθεση του εργαλεία που έχουν γίνει αποδεκτά διεθνώς και το καθιστούν σύγχρονο παραγωγό αγαθών και υπηρεσιών. Το ζητούμενο λοιπόν βρίσκεται, στην υπεύθυνη και ορθολογική χρήση της γνώσης και των εργαλείων της διοικητικής επιστήμης και στη χρήση της προς την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και του κοινού καλού, χωρίς κομματικές ή πολιτικές αγκυλώσεις.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α. Μακρυδημητρη, «Διοίκηση και κοινωνία» Θεμέλιο 1999, Πρόλογος Ν. μουζελη
Α. Μακρυδημητρη, «Διοίκηση και κοινωνία» Θεμέλιο 1999.
Α. Μακρυδημητρη, «Τα χαρακτηριστικά της Ελληνικής διοικητικής κρίσης», περιοδικό ‘Δημόσιος Τομέας’, 02/1990
Ν. ΜΟΥΤΟΥΣΗ, «Δώστε λύση για τους χιλιάδες συμβασιούχους», εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 17/11/2003
Ν. 2683/99, ¨ Κώδικας κατάστασης δημόσιων πολιτικών και διοικητικών υπαλλήλων και υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. ¨, Αρ. ΦΕΚ 19 / Φεβ. 1999
Ν. ΜΟΥΖΕΛΗΣ, «ο Συνήγορος του πολίτη», εφημερίδα ‘ΤΟ ΒΗΜΑ’ 5/1/1997
Δ. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, «Το ανθολόγιο της ασυναρτησίας», εφημερίδα ΄ΤΟ ΒΗΜΑ΄, 6/10/1996.
Α. Μακρυδημητρη, «Καλύτερα λιγότερα, αλλά καλύτερα», εφημερίδα ‘ΤΟ ΒΗΜΑ’, 29/11/98.
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ, «Η δημόσια διοίκηση στην Ελλάδα.», Χ. ΧΡΥΣΑΝΘΑΚΗΣ ,«Τo σώμα των δημοσίων υπαλλήλων», Σάκουλας 2001.